- Φρυνῶν
- Φρύνηtoadfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φρύνων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυνῶν — φρῡνῶν , φρύνη toad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύνων — φρύ̱νων , φρῦνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρύνωνα — Φρύνων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρύνωνι — Φρύνων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρύνωνος — Φρύνων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… … Dictionary of Greek
φρύνη — (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε … Dictionary of Greek
στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… … Dictionary of Greek